bn:00034817n
Noun Concept
EL
ψάρι
EL
Ονομασία για πολλά σπονδυλωτά ζώα που ζουν στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν λέπια και αποτελούν βασική τροφή του ανθρώπου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ονομασία για πολλά σπονδυλωτά ζώα που ζουν στο νερό, αναπνέουν με βράγχια, έχουν λέπια και αποτελούν βασική τροφή του ανθρώπου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary