bn:00034919n
Noun Concept
EL
επιδιόρθωση  επισκευή  εργασία αποκατάστασης  καρίκωμα  ρύθμιση
EL
Η πράξη του να θέτεις κάτι σε λειτουργία πάλι, η εργασία επιδιόρθωσης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η πράξη του να θέτεις κάτι σε λειτουργία πάλι, η εργασία επιδιόρθωσης Greek Open Multilingual WordNet