bn:00035294n
Noun Concept
EL
ξεχείλισμα  πλημμύρα  υπερχείλιση
EL
Μεγάλη ροή, συνήθως νερού που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του, λόγω υπερβολικής ανύψωσης της στάθμης του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μεγάλη ροή, συνήθως νερού που ξεχειλίζει από τη φυσική κοίτη του, λόγω υπερβολικής ανύψωσης της στάθμης του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet