bn:00035388n
Noun Concept
EL
πέταλο  απέταλος  λουλούδι πέταλο  πέταλα
EL
(βοτ.) καθένα από τα τμήματα του άνθους που αποτελούν τη στεφάνη και, στα φυτά που επικονιάζονται, έχουν έντονα χρώματα και άρωμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
(βοτ.) καθένα από τα τμήματα του άνθους που αποτελούν τη στεφάνη και, στα φυτά που επικονιάζονται, έχουν έντονα χρώματα και άρωμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations