bn:00035767n
Noun Concept
EL
δύναμη
EL
Η ικανότητα σε συγκεκριμένο τομέα, π .χ .έχω τη δύναμη να επιβάλλομαι στον εαυτό μου, με τις δικές μου δυνάμεις κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ικανότητα σε συγκεκριμένο τομέα, π .χ .έχω τη δύναμη να επιβάλλομαι στον εαυτό μου, με τις δικές μου δυνάμεις κ.τ.λ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations