bn:00035772n
Noun Concept
Categories: Εγκλήματα, Βία
EL
βία  βίαιη  βίας
EL
Η άσκηση σωματικής ή άλλης δύναμης ή η χρησιμοποίηση απειλών με σκοπό την επιβολή της θελήσεως (κάποιου) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η άσκηση σωματικής ή άλλης δύναμης ή η χρησιμοποίηση απειλών με σκοπό την επιβολή της θελήσεως (κάποιου) Greek Open Multilingual WordNet
Η βία αναφέρεται στις πράξεις της επιθετικότητας και της κατάχρησης που προκαλεί ή σκοπεύει να προκαλέσει τον εγκληματικό τραυματισμό ή τη ζημιά στα πρόσωπα, και τα ζώα και την περιουσία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
EL
Wikipedia
EL
Wikidata
EL
WordNet Translations
Wikipedia Translations