bn:00036003n
Noun Concept
EL
τύχη
EL
Ένα άγνωστο και απρόβλεπτο φυσικό φαινόμενο που οδηγεί σε επιθυμητά αποτελέσματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ένα άγνωστο και απρόβλεπτο φυσικό φαινόμενο που οδηγεί σε επιθυμητά αποτελέσματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary