bn:00036129n
Noun Concept
EL
αλεπού  αλεπούδες  πανούργος
EL
Μικρόσωμο σαρκοφάγο θηλαστικό με πυκνό τρίχωμα, μακρύ και οξύ ρύγχος, χαρακτηριστικά μικρά λοξά μάτια και φουντωτή ουρά Greek Open Multilingual WordNet
English:
zoology
Definitions
Relations
Sources