bn:00036137n
Noun Concept
EL
αλεποφωλιά  pit τουφέκι  αλεπού τρύπα  αμυντική θέση μάχης  λάκκο τουφέκι
EL
Η φωλιά της αλεπούς, η αλεπότρυπα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η φωλιά της αλεπούς, η αλεπότρυπα Greek Open Multilingual WordNet