bn:00036513n
Noun Concept
Categories: Μοναχισμός
EL
μοναχός  καλόγερος  καλόγηρος  Ιεροδιάκονος  ιερομόναχος
EL
Άνδρας που επιθυμώντας να αφοσιωθεί στο θεό διάγει ασκητικό βίο εκτός των πλαισίων της κοινωνίας σε ειδική χριστιανική κοινότητα, μοναστήρι ή εντελώς μόνος του. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άνδρας που επιθυμώντας να αφοσιωθεί στο θεό διάγει ασκητικό βίο εκτός των πλαισίων της κοινωνίας σε ειδική χριστιανική κοινότητα, μοναστήρι ή εντελώς μόνος του. Greek Open Multilingual WordNet
O μοναχός/ή είναι άτομο που ασκεί τον θρησκευτικό ασκητισμό με μοναστική ζωή, είτε μόνος του, είτε με οποιονδήποτε αριθμό άλλων μοναχών. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
WordNet Translations
Wikipedia Translations