bn:00036838n
Noun Concept
EL
λειτουργία
EL
Ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος ρόλος που παίζει κάτι μέσα σε ένα σύνολο του οποίου συνήθως αποτελεί μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο χαρακτηριστικός και ιδιαίτερος ρόλος που παίζει κάτι μέσα σε ένα σύνολο του οποίου συνήθως αποτελεί μέρος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations