bn:00036907n
Noun Concept
EL
αυλάκι
EL
Το αυλάκι που κάνει κάποιος στη γη για να σπείρει ή για να φυτέψει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το αυλάκι που κάνει κάποιος στη γη για να σπείρει ή για να φυτέψει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia Translations