bn:00037478n
Noun Concept
EL
γαστερόποδο  γαστερόποδα  μονόθυρο μαλάκιο  έχων μία μόνον βαλβίδα
EL
Κλάση μαλακίων που έχουν κέλυφος μόνο από τη μια μεριά και πεπλατυσμένα μυώδη πόδια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κλάση μαλακίων που έχουν κέλυφος μόνο από τη μια μεριά και πεπλατυσμένα μυώδη πόδια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations