bn:00037650n
Noun Concept
EL
γενικός αντιπρόσωπος  καθολική παράγοντα
EL
Αυτός που αντιπροσωπεύει μια εταιρεία ή έναν οργανισμό στη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αυτός που αντιπροσωπεύει μια εταιρεία ή έναν οργανισμό στη διεκπεραίωση όλων των υποθέσεων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations