bn:00037763n
Noun Concept
Categories: Χριστιανική ορολογία, Ορολογία θρησκείας, Ισλαμική ορολογία
EL
άπιστος  ειδωλολάτρης  ειδωλολάτρισσα  πολυθεϊστής  αλλόθρησκος
EL
Ο οπαδός του πολυθεϊσμού Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο οπαδός του πολυθεϊσμού Greek Open Multilingual WordNet
Άπιστος είναι όρος που χρησιμοποιείται σε ορισμένες θρησκείες για εκείνους που κατηγορούνται για απιστία στα κεντρικά δόγματα της δικής τους θρησκείας, για μέλη μιας άλλης θρησκείας ή για τους άθρησκους. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations