bn:00040620n
Noun Concept
Categories: Γεωργία (δραστηριότητα)
EL
θερμοκήπιο  σέρα  θερμοκήπια  πράσινο σπίτι  φυτώριο
EL
Χώρος με γυάλινους τοίχους και οροφή, όπου η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά υψηλή και όπου καλλιεργούν ή διατηρούν φυτά, ευαίσθητα στο κρύο, μέσα σε γλάστρες ή σε κιβώτια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Χώρος με γυάλινους τοίχους και οροφή, όπου η θερμοκρασία διατηρείται αρκετά υψηλή και όπου καλλιεργούν ή διατηρούν φυτά, ευαίσθητα στο κρύο, μέσα σε γλάστρες ή σε κιβώτια Greek Open Multilingual WordNet
Το θερμοκήπιο είναι στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος, που σκοπό του έχει να προφυλάξει τα φυτά από το κρύο του χειμώνα και αντίστοιχα την ζέστη του καλοκαιριού. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
WordNet Translations