bn:00040718n
Noun Concept
Categories: Πόνος
EL
γλωσσαλγία  γλωσσοδυνία  καύση σύνδρομο στόμα
EL
Ο όρος γλωσσαλγία υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Ο όρος γλωσσαλγία υποδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται κάποιος στην γλώσσα του. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations