bn:00040812n
Noun Concept
EL
εξόγκωμα  gnarl
EL
Σχήμα που έχει υποστεί συστροφή και είναι πρησμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σχήμα που έχει υποστεί συστροφή και είναι πρησμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations
EL