bn:00041154n
Noun Concept
EL
κουτσομπόλης  rumormonger  rumourmonger  σπερμολόγος
EL
Άτομο που ασχολείται συνέχεια με το να σχολιάζει τους άλλους Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άτομο που ασχολείται συνέχεια με το να σχολιάζει τους άλλους Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet