bn:00041210n
Noun Concept
EL
νυχτικό  νυχτικιά  nightie  νύχτα-ρόμπα
EL
Είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Είδος απλού φορέματος που το φορούν οι γυναίκες όταν κοιμούνται Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wikipedia Translations