bn:00041887n
Noun Concept
EL
πλήρωμα εδάφους  προσωπικό εδάφους  groundcrew  εδάφους υπηρεσία πλήρωμα  πλήρωμα έδαφους
EL
Το σύνολο των εργαζομένων στο έδαφος σε ένα αεροδρόμιο και κυρίως οι μηχανικοί και οι τεχνικοί που επισκευάζουν τα αεροπλάνα στο έδαφος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των εργαζομένων στο έδαφος σε ένα αεροδρόμιο και κυρίως οι μηχανικοί και οι τεχνικοί που επισκευάζουν τα αεροπλάνα στο έδαφος Greek Open Multilingual WordNet