bn:00041981n
Noun Concept
EL
εξάπλωση
EL
Αύξηση των περιπτώσεων και ιδίως των κρουσμάτων, ασυνήθιστος πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αύξηση των περιπτώσεων και ιδίως των κρουσμάτων, ασυνήθιστος πολλαπλασιασμός των κρουσμάτων Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet