bn:00042326n
Noun Concept
Categories: Τέχνες του θεάματος, Ακροβατικά αθλήματα, Ολυμπιακά αθλήματα, Γυμναστική (άθλημα)
EL
γυμναστική  σωματική αγωγή  γυμναστής  γυμναστές  γυμναστικής
EL
Η άσκηση του σώματος, που αποσκοπεί στη βελτίωση και την τελειοποίηση της φυσικής κατάστασης του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
English:
sport
Definitions
Relations
Sources
EL
Η άσκηση του σώματος, που αποσκοπεί στη βελτίωση και την τελειοποίηση της φυσικής κατάστασης του ατόμου Greek Open Multilingual WordNet
Με τον όρο γυμναστική εννοούμε κάθε άσκηση που αποσκοπεί στη βελτίωση των σωματικών ικανοτήτων και στην ενίσχυση της υγείας του σώματός μας. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations