bn:00042404n
Noun Concept
EL
συνήθεια
EL
Τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς που διαμορφώνεται, ύστερα από μακροχρόνια επανάληψη, σε ένα σύνολο ατόμων, σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς που διαμορφώνεται, ύστερα από μακροχρόνια επανάληψη, σε ένα σύνολο ατόμων, σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
Wikipedia Translations