bn:00042550n
Noun Concept
EL
κομμωτής  κομμώτρια  κουρέας  κομμωτήριο  styler
EL
Αυτός που έχει ως επάγγελμά του να κουρεύει ή να χτενίζει τα μαλλιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources