bn:00042602n
Noun Concept
EL
μισό
EL
Η κάθεμία από δύο περιόδους ενός παιχνιδιού που χωρίζονται μεταξύ τους με ένα διάλειμμα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κάθεμία από δύο περιόδους ενός παιχνιδιού που χωρίζονται μεταξύ τους με ένα διάλειμμα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet