bn:00042792n
Noun Concept
EL
κάλυμμα χεριού  handwear  φθορά χέρι
EL
Κάλυμμα από ύφασμα, δέρμα, καουτσούκ, μετάξι, πλαστικό κ.λπ. για το χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Κάλυμμα από ύφασμα, δέρμα, καουτσούκ, μετάξι, πλαστικό κ.λπ. για το χέρι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations