bn:00042833n
Noun Concept
Categories: Εργασία
EL
εργατικό δυναμικό  ανθρώπινοι πόροι  άνδρες  εργαστούν δύναμη
EL
Το σύνολο των διαθέσιμων εργατών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των διαθέσιμων εργατών Greek Open Multilingual WordNet
Εργατικό δυναμικό΄ονομάζεται το κομμάτι του πληθυσμού που είτε εργάζεται, στον δημόσιο τομέα ή τον ιδιωτικό, είτε είναι αυτοαπασχολούμενο ή είναι άνεργο και επιθυμεί να εργαστεί. Wikipedia