bn:00043009n
Noun Concept
Categories: Πορνεία, Σεξουαλικότητα, Περιστασιακή συνουσία, Δραστηριότητες οργανωμένου εγκλήματος, Παράνομη οικονομία
EL
πορνεία  εταίρα  ιερόδουλη  πόρνη  john
EL
Η προσφορά του σώματος για τη σεξουαλική ευχαρίστηση άλλων και για την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης, έναντι αμοιβής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η προσφορά του σώματος για τη σεξουαλική ευχαρίστηση άλλων και για την εκτέλεση της σεξουαλικής πράξης, έναντι αμοιβής Greek Open Multilingual WordNet
Πορνεία ονομάζεται η προσφορά του ιδίου σώματος σε αόριστο αριθμό προσώπων, προς συνουσία έναντι χρηματικής ή άλλης αμοιβής. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
OmegaWiki
Wikipedia Redirections
WordNet Translations