bn:00043115n
Noun Concept
EL
βιά  βιασύνη  πρεμούρα  σπουδή
EL
Η ενέργεια του βιάζομαι, του κινείται κάποιος γρήγορα, με βιάση (συνήθως με απρόσεκτο τρόπο) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του βιάζομαι, του κινείται κάποιος γρήγορα, με βιάση (συνήθως με απρόσεκτο τρόπο) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet