bn:00043303n
Noun Concept
EL
κεφαλόδεσμος  κορδέλα κεφαλιού
EL
Γενική αλλά και επίσημη ονομασία για μαντίλι ή κορδέλα η οποία δένεται στο κεφάλι για να συγκρατεί και να στολίζει τα μαλλιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Γενική αλλά και επίσημη ονομασία για μαντίλι ή κορδέλα η οποία δένεται στο κεφάλι για να συγκρατεί και να στολίζει τα μαλλιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations