bn:00043307n
Noun Concept
Categories: Πόρτες, Αρχιτεκτονικά στοιχεία κτιρίων
EL
υπέρθυρο  ανώφλι  κεφαλάρι  πρέκι  υπέρθυρα
EL
Το υπέρθυρο είναι δομική οριζόντια κατασκευή που εκτείνεται στο χώρο ή πάνω από το άνοιγμα ανάμεσα σε δύο κάθετα στηρίγματα. Wikipedia
English:
architecture
Definitions
Relations
Sources
EL
Το υπέρθυρο είναι δομική οριζόντια κατασκευή που εκτείνεται στο χώρο ή πάνω από το άνοιγμα ανάμεσα σε δύο κάθετα στηρίγματα. Wikipedia
οριζόντιο δομικό στοιχείο πάνω από ανοίγματα με κάθετα στηρίγματα Wikidata
Wikipedia
Wikidata
WordNet Translations
Wikipedia Translations