bn:00043373n
Noun Concept
EL
ακοή  ακούγοντας
EL
Η ενέργεια του ακούω προσεκτικά, παρακολουθώ προσεκτικά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια του ακούω προσεκτικά, παρακολουθώ προσεκτικά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations