bn:00043848n
Noun Concept
Categories: Οξύς πόνος, Κήλες
EL
κήλη  κήλες  κήλη στραγγαλιστεί
EL
Η κήλη είναι η προβολή ενός οργάνου μέσα από το τοίχωμα της κοιλότητας που το περικλείει και το περιορίζει. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η κήλη είναι η προβολή ενός οργάνου μέσα από το τοίχωμα της κοιλότητας που το περικλείει και το περιορίζει. Wikipedia
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations