bn:00044017n
Noun Concept
Categories: Ιεραρχία
EL
ιεραρχία  ιεραρχίες  ιεραρχική
EL
Το σύνολο των θέσεων υπηρεσίας ή οργανισμού, σε μια σειρά που δείχνει τη σχέση εξάρτησης (διαταγής, υποταγής), η οποία υπάρχει μεταξύ των προσώπων που κατέχουν αυτές τις θέσεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το σύνολο των θέσεων υπηρεσίας ή οργανισμού, σε μια σειρά που δείχνει τη σχέση εξάρτησης (διαταγής, υποταγής), η οποία υπάρχει μεταξύ των προσώπων που κατέχουν αυτές τις θέσεις Greek Open Multilingual WordNet
Η ιεραρχία είναι πολύ βασική έννοια, καθώς είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να προσδίδεται διάταξη ή δομή σε ένα σύνολο από στοιχεία. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata