bn:00044104n
Noun Concept
EL
ανώτερος  υψηλότερα-up
EL
Ανώτερος σε βαθμό ή τάξη ή ποιότητα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ανώτερος σε βαθμό ή τάξη ή ποιότητα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki
WordNet Translations