bn:00044396n
Noun Concept
EL
διατήρηση  κράτηση
EL
Το να διαφυλάσσει και να κατέχει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το να διαφυλάσσει και να κατέχει κάποιος κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet