bn:00044408n
Noun Concept
EL
οπή  τρύπα
EL
Άνοιγμα, συνήθως κυκλικό, που έχει ανοιχθεί σκόπιμα στην επιφάνεια ενός αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Άνοιγμα, συνήθως κυκλικό, που έχει ανοιχθεί σκόπιμα στην επιφάνεια ενός αντικειμένου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet