bn:00044737n
Noun Concept
Categories: Συναισθήματα
EL
ελπίδα
EL
Η αίσθηση ότι θα υπάρξουν θετικές και επιθυμητές εξελίξεις, η προσδοκία ότι θα υπάρξουν θετικές και επιθυμητές εξελίξεις Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η αίσθηση ότι θα υπάρξουν θετικές και επιθυμητές εξελίξεις, η προσδοκία ότι θα υπάρξουν θετικές και επιθυμητές εξελίξεις Greek Open Multilingual WordNet
Ελπίδα είναι ο που έχει κάποιος ότι διαθέτει τόσο τη θέληση όσο και τον τρόπο ή τις συνθήκες ώστε να πετύχει τους στόχους του, όποιοι κι αν είναι αυτοί. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations