bn:00045483n
Noun Concept
Categories: Κωνικές τομές
EL
υπερβολή  υπερβολές  υπερβολές και  υπερβολής
EL
(γεωμετρία) η καμπύλη που είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο καθορισμένα σταθερά σημεία είναι σταθερή Greek Open Multilingual WordNet
Greek:
γεωμετρία
Definitions
Relations
Sources
EL
(γεωμετρία) η καμπύλη που είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεων από δύο καθορισμένα σταθερά σημεία είναι σταθερή Greek Open Multilingual WordNet
Στη γεωμετρία με τον όρο υπερβολή χαρακτηρίζεται η καμπύλη που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος των σημείων επιπέδου, των οποίων η διαφορά των αποστάσεών τους από δύο καθορισμένα σημεία Ε και Ε΄, που λέγονται εστίες της υπερβολής, είναι σταθερά. Wikipedia
Greek Open Multilingual WordNet
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations