bn:00045723n
Noun Concept
EL
παγάκι  παγάκια
EL
Μικρό κομμάτι πάγου, που σχηματίζεται σε ειδικές παγοθήκες και χρησιμοποιείται για να διατηρηθεί κάτι παγωμένο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Μικρό κομμάτι πάγου, που σχηματίζεται σε ειδικές παγοθήκες και χρησιμοποιείται για να διατηρηθεί κάτι παγωμένο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations