bn:00045812n
Noun Concept
EL
θεωρητικός  idealogue  theoriser  κάνων θεωρίαν
EL
Το πρόσωπο που ασχολείται με τη θεωρία συγκεκριμένου επιστημονικού αντικειμένου, με ζητήματα θεωρίας Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Το πρόσωπο που ασχολείται με τη θεωρία συγκεκριμένου επιστημονικού αντικειμένου, με ζητήματα θεωρίας Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
Wikipedia Translations