bn:00045852n
Noun Concept
EL
αδράνεια  απραξία  καθισιό  τεμπελιά  λούφα
EL
Αδράνεια, αποχή ενός ατόμου από κάθε κοπιαστική ή δυσάρεστη δραστηριότητα, είτε γιατί έχει ανάγκη από ξεκούραση είτε γιατί είναι τεμπέλης και αποφεύγει τη δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αδράνεια, αποχή ενός ατόμου από κάθε κοπιαστική ή δυσάρεστη δραστηριότητα, είτε γιατί έχει ανάγκη από ξεκούραση είτε γιατί είναι τεμπέλης και αποφεύγει τη δουλειά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations