bn:00045918n
Noun Concept
EL
ειλεοκολική φλέβα  ileocolic φλέβα  κοίλη ileocolica
EL
Συνοδεύει την ειλεοκολική αρτηρία και παροχετεύεται προς την άνω μεσεντέριο φλέβα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Συνοδεύει την ειλεοκολική αρτηρία και παροχετεύεται προς την άνω μεσεντέριο φλέβα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations