bn:00046027n
Noun Concept
EL
ακινησία
EL
Η ιδιότητα του να παραμένει κάποιος ή κάτι ακίνητο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ιδιότητα του να παραμένει κάποιος ή κάτι ακίνητο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary