bn:00046031n
Noun Concept
EL
ανηθικότητα  immoralismus  ανήθικη  ανήθικο  ηθική πτώχευση
EL
Η στάση του να μην ενεργεί κάποιος σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η στάση του να μην ενεργεί κάποιος σύμφωνα με τους κανόνες της ηθικής Greek Open Multilingual WordNet