bn:00046051n
Noun Concept
Categories: χωρίς συγγραφέα ή επιμελητή, Ανοσολογία
EL
ανοσολογική ανεπάρκεια  ανοσοανεπάρκειας  ανεπάρκεια του ανοσοποιητικού συστήματος  ανοσοανεπάρκεια  ανοσοκαταστολής
EL
Η ανοσολογική ανεπάρκεια ή ανοσοανεπάρκεια είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτελέσει σωστά και πλήρως τον ρόλο του, με αποτέλεσμα η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει παθογόνα μικρόβια, παράσιτα και ιούς να είναι περιορισμένη ή εντελώς απούσα. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ανοσολογική ανεπάρκεια ή ανοσοανεπάρκεια είναι η παθολογική κατάσταση κατά την οποία το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτελέσει σωστά και πλήρως τον ρόλο του, με αποτέλεσμα η ικανότητα του οργανισμού να καταπολεμήσει παθογόνα μικρόβια, παράσιτα και ιούς να είναι περιορισμένη ή εντελώς απούσα. Wikipedia