bn:00046060n
Noun Concept
Categories: Ανοσολογία, Ανοσοποιητικό σύστημα
EL
ανοσοκαταστολή  ανοσοκατασταλτικά  ανοσοκατασταλτική θεραπεία  καταστολή του ανοσοποιητικού
EL
Η ανοσοκαταστολή ορίζεται ως η καταστολή ενός ή περισσότερων συστατικών του έμφυτου ή επίκτητου ανοσοποιητικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταπολεμά λοιμώξεις και άλλες ασθένειες. Wikipedia
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ανοσοκαταστολή ορίζεται ως η καταστολή ενός ή περισσότερων συστατικών του έμφυτου ή επίκτητου ανοσοποιητικού συστήματος, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να καταπολεμά λοιμώξεις και άλλες ασθένειες. Wikipedia
Η ελαττωμένη απάντηση του ανοσολογικού συστήματος ως αποτέλεσμα της χρήσης ουσιών, φαρμάκων ή ακτινοβολιών Wikidata