bn:00046288n
Noun Concept
EL
αποτέφρωση των αποβλήτων  αποτεφρωτήρας  αποτεφρωτής  κλίβανος αποτέφρωσης  αποτέφρωση
EL
Η συσκευή που χρησιμοποιείται για την τέλεια καύση και καταστροφή άχρηστων αντικειμένων ή την αποτέφρωση νεκρών Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η συσκευή που χρησιμοποιείται για την τέλεια καύση και καταστροφή άχρηστων αντικειμένων ή την αποτέφρωση νεκρών Greek Open Multilingual WordNet