bn:00046355n
Noun Concept
EL
αύξηση
EL
Η μεταβολή της τιμής ενός μεγέθους προς το περισσότερο ή μεγαλύτερο, η ποσοτική άνοδος, η αύξηση σε μέγεθος, βαθμό, συχνότητα κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η μεταβολή της τιμής ενός μεγέθους προς το περισσότερο ή μεγαλύτερο, η ποσοτική άνοδος, η αύξηση σε μέγεθος, βαθμό, συχνότητα κ.λπ. Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations